-
1 явление
явление с το φαινόμενο; \явлениея природы τα φυσικά φαινόμενα* * *сτο φαινόμενοявле́ния приро́ды — τα φυσικά φαινόμενα
-
2 явление
явлени||ес1. τό φαινόμενον/ τό περι-στατικό[ν], τό συμβάν (событие, случай):\явлениея природы τα φυσικά.φαινόμενα, τά φαινόμενα τής φύσης· обычное \явление τό συνηθισμένο φαινόμενο· странное \явление τό παράξενο φαινόμενο·2. театр. ἡ σκηνή. -
3 надстроечный
επ. (μτφ.)εποικοδομητικός ή της έποικο δόμησης•-ые явления εποικοδομητικά φαινόμενα (όχι της βάσης), κυρίως λέγεται για κοινωνικά φαινόμενα.
-
4 типичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. τυπικός, χαρακτηριστικός, ίδιος•типичный средневековый город τυπική μεσαιωνική πόλη.
2. συνήθης, -σμένος, φυσικός•типичный случай συνηθισμένη περίπτωση•
-ая ощибка τυπικό λάθος.
3. (φιλγ., Τέχνη)• τυπικός (ενωποιημένες μορφές ή φαινόμενα σε μια μορφή ή ένα φαινόμενα). -
5 хватить
хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. βλ. хватать (1 σημ.).2. παίρνω, αποσπώ•хватить взятки παίρνω δωροδοκήματα.
3. πίνω, τραβώ,κατεβάζω.4. υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω.5. επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες• απομακρύνομαιπολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. || λέγω κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος, η κουβέντα).6. μ. χτυπώ δυνατά. || πέφτω (για σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). || σπάζω, θραύω•хватить в дребезги συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια.
7. αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. || βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -ло рассаду ο πάγος έβλαψε το φυτώριο. || καταπιάνομαι, με κάτι, επ ιδίδομαι ζωηρά, καταγίνομαι. || απότομα ξεκινώ, τρέχω. || φεύγω (πηγαίνω μακριά).8. εμφανίζομαι ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμενα).9. απρόσ. φτάνω, επαρκώ.10. απρόσ. δύναμαι, μπορώ.11. απρόσ. φτάνει, αρκετά (σταμάτα).1. θυμούμαι (κάτι που ξέχασα).2. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ.3. (απλ.) βλ. хвататься (1, 2 σημ.). -
6 изоглосса
лингв. η ισόγλωσσα (η γραμμή σε γλωσσικό διαλεκτικό χάρτη, που ενώνει περιοχές με ίδια γλωσσικά φαινόμενα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изоглосса
-
7 помеха
η παρεμβολ/ή, το εμπόδιο, το κώλυμα, η δυσχέρεια/δυσκολίαиндустриальная - см. промышленная -местная (рлк.) - τοπική -ответная - (рлк.) τα ηλεκτρονικά αντίμετραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помеха
-
8 природа
1. (окружающий мир, Земля органический и неорганический мир совокупность естественных условий на Земле) η φύση 2. (местность вне городских поселений) η εξοχή 3. (сущность, основное свойство, качество, натура, характер) о χαρακτήρας, το φυσικό, η φύση, η υπόσταση, η ιδιοσυγκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > природа
-
9 внешность
внешн||остьж τό ἐξωτερικό[ν], ἡ ἐμφάνιση [-ις[, τό παρουσιαστικό, ἡ ἐξωτερική ὄψη [-ις], ἡ ἐπιφάνεια:красивая \внешностьость ἡ ὠραία ἐμφάνιση· \внешностьость обманчива τά φαινόμενα ἀπατοῦν, ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση εἶναι ἀπατηλή. -
10 должно
должнобыть вводн. сл. (вероятно, по всей вероятности) μάλλον, πιθανόν, κατά πασαν πιθανότητα, κατά τά φαινόμενα:он, \должно, уехал πρέπει νά ἐχει φύγει. -
11 однородный
однородныйприл1. ὁμοιογενής, ὁμοειδής:\однородныйые явления τά ὁμοειδή φαινόμενα·2. (о металле и т. ἡ.) ὁμοιογενής. -
12 по-видимому
по-видимомувводи. сл. ὅπως φαίνεται, κατά τά φαινόμενα -
13 предположйтельно
предполож||йтельно1. нареч ὑπο-θετικως, ὑποθετικά·2. вводн. сл. κατά πασαν πιθανότητα, ὅπως φαίνεται, κατά τά φαινόμενα. -
14 природа
природ||аж1. ἡ φύση [-ις]:явления \природаы τά φαινόμενα τής φύσης· на ло́не \природаы στήν ὕπαιθρο·2. (сущи'ость, характер) ἡ φύση, τό φυσικό:по \природае, от \природаы ἀπ· τή φύση, ἐκ φύσεως· это в \природае вещей εἶναι στή φύση τών ἰδιων τῶν πραγμάτων. -
15 атмосферический
κ. атмосферный, επ.ατμοσφαιρικός•-ый кислород ατμοσφαιρικό Οξυγόνο•
-кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα•
-ное давление η ατμοσφαιρική πίεση.
-
16 атмосферный
επ.ατμοσφαιρικός•-ый кислород ατμοσφαιρικό Οξυγόνο•
-кие явления τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα•
-ное давление η ατμοσφαιρική πίεση.
-
17 вероятно
επίρ.πιθανώς, -όν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•он, не придет αυτός, πιθανόν, να μην έρθει.
-
18 видимо
επίρ.1. παλ. προφανώς, είναι φανερό•он видимо осунулся είναι φανερό πως αυτός αδυνάτισε.
2. πιθανώς, πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•видимо он заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
-
19 воздух
воздух 1-а α.1. αέρας•воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.
2. η ατμόσφαιρα.εκφρ.воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•питаться -ом – ειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.воздух 2-а, πλθ. -и α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου. -
20 вроде
πρόθ.1. σαν, ωσάν, όμοια, παρόμοια, εν είδη, καθ’ ομοίωση•пальто вроде моего πανωφόρι σαν το δικό μου.
2. ως, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•он вроде заболел όπως φαίνεται, αυτός αρρώστησε.
εκφρ.вроде как ή бы – βλ. ανωτ. 2 σημ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θερμομαγνητικά φαινόμενα — Φαινόμενα που οφείλονται στην επίδραση μαγνητικού πεδίου πάνω στα κινούμενα σωματίδια, μέσα σε αγωγούς και ημιαγωγούς στους οποίους υπάρχει βαθμίδα θερμοκρασίας, δηλαδή διαφορετική τιμή θερμοκρασίας σε δύο ξεχωριστές περιοχές του σώματος που… … Dictionary of Greek
φαινόμενα — φαίνω A ren. pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ μὴ φαινόμενα πρόσωπα ταχέως εἰς λήθην ἔρχονται. — τὰ μὴ φαινόμενα πρόσωπα ταχέως εἰς λήθην ἔρχονται. См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιτιοκρατικά φαινόμενα — Τα φαινόμενα που εξελίσσονται με βάση φυσικούς νομούς. Βλ. λ. κυβερνητική … Dictionary of Greek
ανακλαστικά — Φαινόμενα της φυσιολογίας του νευρικού συστήματος. Η ανάκλαση έχει θεμελιώδη σημασία στη λειτουργία του νευρικού συστήματος· το μεγαλύτερο μέρος των φαινομένων της ζωής δεν θα υπήρχαν χωρίς τα α. Το α. μπορεί να οριστεί ως ακούσια κίνηση που… … Dictionary of Greek
φαινομένας — φαινομένᾱς , φαίνω A ren. pres part mp fem acc pl φαινομένᾱς , φαίνω A ren. pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινομέναι — φαινομένᾱͅ , φαίνω A ren. pres part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινομέναν — φαινομένᾱν , φαίνω A ren. pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινόμεν' — φαινόμενα , φαίνω A ren. pres part mp neut nom/voc/acc pl φαινόμενε , φαίνω A ren. pres part mp masc voc sg φαινόμεναι , φαίνω A ren. pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek